- γλωσσολόγιον
- τό1) словарик (книга); 2) лексика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλωσσολόγιο — το επίτομο λεξικό μιας γλώσσας, λεξιλόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + λόγιο < λόγος < λέγω. Η λ. γλωσσολόγιον, το μαρτυρείται από το 1888 στον Αλ. Πασπάτη] … Dictionary of Greek